- ερυθρόδερμος, -η
- -ο1. αυτός που έχει κόκκινο δέρμα.2. ως ουσ., Eρυθρόδερμος, ο, η άτομο που ανήκει στη φυλή των ιθαγενών της Αμερικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ερυθρόδερμος — η, ο 1. αυτός που έχει ερυθρό δέρμα 2. ως ουσ. αυτός που ανήκει στη φυλή τών ερυθροδέρμων (ιθαγενών τής Αμερικής). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + δερμος (< δέρμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό σύγγραμμα Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
ινδιάνος — ό και θηλ. ινδιάνα 1. (ως εθν. όν.) Ινδιάνος, α ιθαγενής κάτοικος τής Αμερικής, ερυθρόδερμος β) σπαν. ο κάτοικος τής Ινδίας, ο Ινδός 2. το πτηνό ινδόρνις, γαλοπούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Indian < India. Η σημ. τής … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
Ινδός — I (Indus). Ποταμός (3.060 χλμ.) της νότιας Ασίας, ένας από τους σημαντικότερους της περιοχής αυτής. Πηγάζει από τα όρη Κάιλας των θιβετιανών Ιμαλαΐων, κοντά στο Σένγκε. Αρχικά κατέρχεται προς τα ΒΔ, διασχίζοντας το ινδικό κρατίδιο Τζάμου Κασμίρ,… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
Ουέρτα — (Huerta). Επώνυμο δύο ιστορικών προσώπων. 1. Βιθέντε Γκαρθία ντε λα (1734 – 1787). Ισπανός ποιητής και συγγραφέας. Επειδή αγωνίστηκε με σθένος εναντίον της γαλλικής φιλολογικής επίδρασης, που υποστήριζε ο πολιτικός κόμης Αράντα, καταδικάστηκε σε… … Dictionary of Greek
Ινδιάνος — ο θηλ. άνα 1. ο Ερυθρόδερμος της Αμερικής. 2. (ζωολ.), ως προσηγορικό όν., ινδιάνος, ο ο οκούρκος, ο διάνος, ο γάλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδός — ο θηλ. ή 1. ο ιθαγενής κάτοικος της Ινδίας ή ο καταγόμενος από αυτή. 2. Ερυθρόδερμος της Αμερικής, Ινδιάνος. 3. ποταμός της Iνδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)